- βωστρεῖν
- βωστρέωcall onpres inf act (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κραταιίς — κραταιίς, ίδος (Α) 1. (για τον λίθο τού Σισύφου) η υπερβολική δύναμη τού λίθου, που προέρχεται από το μεγάλο βάρος του («ὅτε μέλλοι ἄκρον ὑπερβαλέειν, τότ ἀποστρέψασκε κραταιίς», Ομ. Οδ.) 2. (ως κύριο όν. προπαροξύτονο) ἡ Κράταιις η μητέρα τής… … Dictionary of Greek
πεκτώ — έω, Α 1. κουρεύω ζώο («ἡνίκα πεκτεῑν ὥρα προβάτων πόκον ἠρινόν», Αριστοφ.) 2. παθ. πεκτοῡμαι, έομαι (και για πρόσ.) κουρεύομαι («ποιήσω τήμερον τοὺς δημότας βωστρεῑν σ ἐγώ πεκτούμενον», Αριστοφ.) 3. (κατά τον Ησύχ.) «τίλλω, ξαίνω». [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek